φωτοταχύμετρο(ν)

φωτοταχύμετρο(ν)
το геод. фототахиметр

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φωτοταχύμετρο(ν)" в других словарях:

  • φωτοταχύμετρο — το όργανο με ταχυμετρική διόπτρα, με το οποίο φωτογραφούνται εδαφικές επιφάνειες για φωτοταχυμέτρηση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

  • φωτοταχυμέτρηση — η μέθοδος αποτύπωσης τμημάτων του εδάφους με το φωτοταχύμετρο για κατασκευή χαρτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»